- δυσκατάληπτος
- -η, -ο (Α δυσκατάληπτος, -ον)δυσνόητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσκατάληπτος — hard to comprehend masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταληπτότερον — δυσκατάληπτος hard to comprehend adverbial comp δυσκατάληπτος hard to comprehend masc acc comp sg δυσκατάληπτος hard to comprehend neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταλήπτως — δυσκατάληπτος hard to comprehend adverbial δυσκατάληπτος hard to comprehend masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκατάληπτον — δυσκατάληπτος hard to comprehend masc/fem acc sg δυσκατάληπτος hard to comprehend neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταλήπτου — δυσκατάληπτος hard to comprehend masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταλήπτους — δυσκατάληπτος hard to comprehend masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκαταλήπτῳ — δυσκατάληπτος hard to comprehend masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκατάληπτα — δυσκατάληπτος hard to comprehend neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκατάληπτοι — δυσκατάληπτος hard to comprehend masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσξύμβολος — δυσξύμβολος, ον και δυσσύμβολος, ον (Α) αυτός που δύσκολα μπορεί να έλθει σε συμβολή ή συνεννόηση 2. ακοινώνητος 3. δυσνόητος, δυσκατάληπτος … Dictionary of Greek